θάρσος

θάρσος
θάρσος, το (AM)
θάρρος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ. θαρ- (πρβλ. θάρ-σος, θαρ-σύνω, θαρ-σώ κ.λπ.) και άλλοι θ. θρα- (πρβλ. θρά-σος, θρα-σύνω, θρα-σύς κ.λπ.). Το θ. θαρ- σχηματίστηκε πιθ. με επίδραση τού αιολ. τ. θέρ-σος (με απαθή βαθμίδα ρίζας), το οποίο μεταπλάστηκε αναλογικά προς το θαρσύς* (που αρχικά απαντά εν συνθέσει) σε θάρσος. Οπωσδήποτε, η αρχική σημ. τού θέματος είναι «έχω θάρρος», αλλά ο διαχωρισμός τών θεμάτων θαρ- και θρα- στον αττικό λόγο οδήγησε και στη διαφοροποίηση τής σημασίας τους. Έτσι οι λέξεις με θ. θαρ-ήταν εύσημες («έχω θάρρος, τόλμη, γενναιότητα), ενώ με το θ. θρα- κακόσημες («έχω θράσος»). Η διαφοροποίηση αυτή εξακολουθεί να ισχύει και στη Νέα Ελληνική (θάρρος, θράσος). Η λ. θέρσος, θάρσος δεν έχει ακριβές αντίστοιχο σε άλλη ΙΕ γλώσσα. Το αρχ. ινδ. dharsa- θα αντιστοιχούσε σε ελλ. *θόρσος. Τα μετονοματικά θαρσώ* και θαρσύνω* είναι νεώτεροι σχηματισμοί τής Ελληνικής, ενώ οι αρχαίοι ρηματικοί τ. μαρτυρούνται στο αρχ. ινδ. dhrsnŏti με έρρινο ένθημα και dharsati, με παρακμ. dadharsa, που θα αντιστοιχούσε σε ελλ. *τέθορσα (βλ. και λ. θρασύς). Η λ. θέρσος εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε κύρια ονόματα τής Αρχαίας (πρβλ. Θερσάνωρ, Θερσικλέος, Θερσίμαχος κ.ά.), ενώ η λ. θάρσος ως β' συνθετικό με τη μορφή -θαρσής.
ΠΑΡ. θαρραλέος, θαρρώ, αρχ. θαρσήεις.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ.-μσν. θαρσοποιώ
μσν.
θαρσοποιός. (Β' συνθετικό) αρχ. αθαρσής, δορυθαρσής, ευθαρσής, κυνοθαρσής, λυκοθαρσής, μεγαθαρσής, πανθαρσής, περιθαρσής, πολυθαρσής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θάρσος — courage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάρρει — θάρσος courage neut nom/voc/acc dual (attic epic) θάρρεϊ , θάρσος courage neut dat sg (attic epic ionic) θάρσος courage neut dat sg (attic) θαρσέω to be of good courage pres imperat act 2nd sg (attic epic) θαρσέω to be of good courage imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάρσει — θάρσος courage neut nom/voc/acc dual (attic epic) θάρσεϊ , θάρσος courage neut dat sg (epic ionic) θάρσος courage neut dat sg θαρσέω to be of good courage pres imperat act 2nd sg (attic epic) θαρσέω to be of good courage imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάρρη — θάρσος courage neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θάρσος courage neut nom/voc/acc dual (attic doric aeolic) θαρσέω to be of good courage pres imperat act 2nd sg (attic doric aeolic) θαρσέω to be of good courage imperf ind act 3rd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάρση — θάρσος courage neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θάρσος courage neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θαρσέω to be of good courage pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) θαρσέω to be of good courage imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρρῶν — θάρσος courage neut gen pl (attic epic doric) θαρσέω to be of good courage pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρσέων — θάρσος courage neut gen pl (epic doric ionic aeolic) θαρσέω to be of good courage pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρσῶν — θάρσος courage neut gen pl (attic epic doric) θαρσέω to be of good courage pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάρρεσι — θάρσος courage neut dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάρρεσιν — θάρσος courage neut dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”